- καβάλος
- και κάβαλος, οκαβάλο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavallo].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
καβάλο — καβάλο, το και κάβαλος, ο (λ. ιταλ.), το κάτω μέρος της ραφής, που ενώνει τα δύο σκέλη του παντελονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)